- κρατυντήριος
- κρᾰτυν-τήριος, α, ον,A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.